- ὁμοιωτής
- ὁμοιωτήςone who likensmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοιωτής — ὁμοιωτής, ὁ (Α) [ομοιώ] 1. αυτός που καθιστά κάτι όμοιο με κάτι άλλο 2. ζωγράφος, γλύπτης … Dictionary of Greek